- ἴκμενος
- ἴκμενοςa fairmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… … Dictionary of Greek
ἴκμενον — ἴκμενος a fair masc acc sg ἴκμενος a fair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμένους — ἴκμενος a fair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)